συνέφηβος

συνέφηβος
ὁ, Α
1. έφηβος μαζί με άλλον έφηβο
2. (στη Σπάρτη) μέλος τής ίδιας αγέλης εφήβων
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνέφηβοι
τίτλος κωμωδιών τού Μενάνδρου και άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἔφηβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνέφηβος — fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεφήβοις — συνέφηβος fellow masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεφήβους — συνέφηβος fellow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεφήβων — συνέφηβος fellow masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεφήβῳ — συνέφηβος fellow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέφηβοι — συνέφηβος fellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέφηβον — συνέφηβος fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • συνεφηβία — ἡ, Α [συνέφηβος] ομάδα συνεφήβων …   Dictionary of Greek

  • συνεφηβεύω — Α [συνέφηβος] διέρχομαι την εφηβική ηλικία ταυτόχρονα με άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”